Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ πλήσμιον

См. также в других словарях:

  • πλήσμιον — πλήσμιος filling masc acc sg πλήσμιος filling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήσμιος — ία, ον και πλήσμιος, ον, Α 1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιον κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιον κατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑ κατά τρόπο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»