-
1 πλήσμιος
πλήσμιος, leicht füllend, sättigend; Ath. I, 32, vom Weine, u. von Aalen, πλήσμιαί εἰσι καὶ πολύτροφοι, VII, 298; οἱ λύχνοι τὰ πλήσμια τῶν ἐδεσμάτων ὀξυτάτῃ διώκουσιν ἐπιϑυμίᾳ, Plut. Timol. 6; auch übersättigend, daher τὸ πλήσμιον, Uebersättigung, Ueberdruß, Plut. Anton. 24 u. öfter, u. a. Sp.
-
2 πλήσμιος
πλήσμιος, leicht füllend, sättigend; vom Weine, u. von Aalen; übersättigend, daher τὸ πλήσμιον, Übersättigung, Überdruß
См. также в других словарях:
πλήσμιον — πλήσμιος filling masc acc sg πλήσμιος filling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσμιος — ία, ον και πλήσμιος, ον, Α 1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιον κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιον κατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑ κατά τρόπο… … Dictionary of Greek